Τα στάδια και οι διαταραχές του ύπνου

Του Κώστα Σολδάτου, καθηγητή Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Έρευνας του Ύπνου

O ύπνος, τα μυστικά του, και η εν γένει επιστημονική μελέτη της φυσιολογίας και των διαταραχών του, άρχισαν να ερευνώνται συστηματικά τις τελευταίες 4-5 δεκαετίες. Κατά την περίοδο αυτή, μεγάλες πρόοδοι έγιναν στον τομέα της φυσιολογίας (με τις διάφορες θεωρίες σχετικά με τον ρόλο του ύπνου στη ζωή μας, αλλά και τις αναπτυξιακές μεταβολές και διαφοροποιήσεις αυτού με την ηλικία).

Πρόοδος σημειώνεται επίσης στον διαγνωστικό τομέα με τη διάγνωση ολοένα και περισσοτέρων πρωτογενών διαταραχών ύπνου, καθώς και των ποικίλων σωματικών ή ψυχικών παθήσεων που ως βασική αιτία έχουν τις διαταραχές ύπνου. Τέλος, μεγάλα βήματα έχουν πραγματοποιηθεί στη θεραπευτική αντιμετώπιση των διαταραχών του ύπνου.

Από άποψη συμπεριφοράς, ο ύπνος είναι μία αναστρέψιμη κατάσταση μειωμένης συνείδησης και ανταπόκρισης στο περιβάλλον. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο ύπνος είναι ένα περίπλοκο «αμάλγαμα» διαδικασιών φυσιολογίας και συμπεριφοράς. Συνήθως, αλλά όχι απαραίτητα, επέρχεται όταν είμαστε ξαπλωμένοι, ήρεμοι, με κλειστά μάτια και κάνουμε ελάχιστες κινήσεις.

Οι λειτουργίες του ύπνου
Έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί αρκετές θεωρίες σχετικά με τη λειτουργική σημασία του ύπνου.

Τέσσερις είναι οι σημαντικότερες. Σύμφωνα με αυτές ο ύπνος είναι απαραίτητος για τη σωματική και ψυχολογική αποκατάσταση και την «ανάπαυση βιολογικών λειτουργιών συμπεριλαμβανομένου του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και την αναπλήρωση της ενέργειας (μεταβολική θεωρία), για την ταξινόμηση και εκκαθάριση πληροφοριών και την εδραίωση της μνήμης (πληροφορική θεωρία), για την αποφόρτιση των συναισθημάτων, την ανάπτυξη του εγκεφάλου, καθώς και την εξασφάλιση της καλής λειτουργίας κρίσιμων για την επιβίωση νευρωνικών κυκλωμάτων (οντογενετική θεωρία).

Τελευταία είναι η φυλογενετική θεωρία, που υποστηρίζει ότι ο ύπνος είναι μια εξελικτική συμπεριφορά και χρησιμεύει για την καταστολή της δραστηριότητας σε περιόδους της ημέρας, που οι πιθανότητες για επιτυχή και ασφαλή δράση είναι περιορισμένες.

Καμία θεωρία πάντως δεν ερμηνεύει όλες τις πολύπλοκες παραμέτρους και τους σκοπούς του ύπνου.

Από πρακτική άποψη, η πλέον προφανής παρατήρηση είναι ότι ύστερα από μια παρατεταμένη περίοδο με διαταραχές του ύπνου εμφανίζονται τόσο σωματικές όσο και ψυχολογικές εκδηλώσεις. Πειραματόζωα που έχουν στερηθεί τελείως τον ύπνο για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους, πεθαίνουν από ανεπάρκεια των θερμορυθμιστικών μηχανισμών αλλά και ανεπάρκεια πολλών άλλων συστημάτων.

Οι αρνητικές επιπτώσεις της χρόνιας, μερικής στέρησης του ύπνου (κάτι που θεωρείται σύνηθες στη σύγχρονη κοινωνία) μπορεί να είναι σημαντικές για την ψυχική διάθεση, τη συμπεριφορά και την γνωσιακή λειτουργία, με ποικίλες συνέπειες στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα.

Τα στάδια

Ο φυσιολογικός ύπνος εμφανίζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία τον διακρίνουν από άλλες καταστάσεις σχετικής αδράνειας.

Ο ύπνος διακρίνεται σε δύο ποιοτικά διαφορετικές καταστάσεις: τον ύπνο χωρίς ταχείες κινήσεις των οφθαλμών (non-rapid eye movement sleep, NREM sleep) και τον ύπνο με ταχείες κινήσεις των οφθαλμών (rapid eye movement sleep, REM sleep) - ύπνο στη διάρκεια του οποίου ονειρευόμαστε.

Τόσο ο NREM ύπνος όσο και ο REM ύπνος είναι ενεργές διαδικασίες. Για να επέλθει ο ύπνος, πρέπει να ελαττωθεί η δραστηριότητα στο τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει την εγρήγορση. Τόσο η εγρήγορση όσο και ο ύπνος επιτυγχάνονται με την απελευθέρωση ή ανάσχεση ορισμένων ουσιών του εγκεφάλου, των επονομαζόμενων νευροδιαβιβαστών _ εν προκειμένω της νοραδρεναλίνης, της νορεπινεφρίνης, της ντοπαμίνης, της σεροτονίνης και της ακετυλοχολίνης.

Ο NREM ύπνος διαιρείται σε τέσσερα στάδια αυξανόμενου βάθους:

* Το Στάδιο Ι, που αντιστοιχεί στο 4% με 5% της βασικής υπνικής περιόδου, εμφανίζεται με την έναρξη του ύπνου ή ακολουθεί την άνοδο του επιπέδου συνείδησης από ένα άλλο στάδιο ύπνου. Στο Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ) εμφανίζονται οξύαιχμα κύματα, ενώ οι οφθαλμοί εκτελούν βραδείες περιστροφικές κινήσεις.

* Το Στάδιο ΙΙ (45% με 55 % του νυκτερινού ύπνου) περιλαμβάνει βραδύτερη ηλεκτροεγκεφαλογραφική δραστηριότητα.

* Το Στάδιο ΙΙΙ (4-6% του συνολικού χρόνου του ύπνου) εμφανίζει ακόμη πιο βραδεία δραστηριότητα στο ΗΕΓ.

* Το Στάδιο IV χαρακτηρίζεται από τη βραδύτερη ΗΕΓ δραστηριότητα και συνιστά το 12% με 15% του ύπνου.

Ο συνδυασμός των Σταδίων ΙΙΙ και IV αποκαλείται ύπνος βραδέων κυμάτων (slow-wave sleep, SWS). Αυτή θεωρείται η βαθύτερη μορφή ύπνου, από την οποία η αφύπνιση είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Ορισμένες νυκτερινές διαταραχές του ύπνου (συγχυτικές διεγέρσεις, υπνοβασία και υπνικός τρόμος) εμφανίζονται κατά τον ύπνο βραδέων κυμάτων.

Ο REM ύπνος είναι ως προς τη φυσιολογία του πολύ διαφορετικός. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου ύπνου, ο μεταβολισμός του εγκεφάλου είναι ιδιαίτερα έντονος με χαμηλά δυναμικά στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Παρατηρούνται αυτόματες ταχείες κινήσεις των οφθαλμών, ενώ η ηλεκτρομυογραφική δραστηριότητα των σκελετικών μυών είναι πρακτικά απούσα.

Ο καρδιακός ρυθμός, η πίεση του αίματος και ο τύπος αναπνοής μεταβάλλονται συνεχώς, η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος διακόπτεται προσωρινά, ενώ διαπιστώνεται διόγκωση του πέους και της κλειτορίδας.

Ο REM ύπνος συνήθως καταλαμβάνει το 20% με 25% του συνολικού χρόνου ύπνου. Τα περισσότερα όνειρα αλλά και οι εφιάλτες εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του REM ύπνου.

Αρχιτεκτονική του ύπνου

Ο NREM και ο REM ύπνος εναλλάσσονται κυκλικά κατά τη διάρκεια της νύκτας, αρχίζοντας με NREM ύπνο ο οποίος διαρκεί περίπου 80 λεπτά και ακολουθείται από περίπου 10 λεπτά REM ύπνου. Αυτός ο κύκλος ύπνου, συνολικής διάρκειας 90 λεπτών, επαναλαμβάνεται τρεις έως έξι φορές κάθε νύκτα.

Κατά τους διαδοχικούς αυτούς κύκλους, η διάρκεια του NREM ύπνου ελαττώνεται ενώ του REM ύπνου αυξάνεται. Το μεγαλύτερο ποσοστό ύπνου βραδέων κυμάτων περιορίζεται συνήθως στους δύο πρώτους υπνικούς κύκλους.

Αυτή η συμβατική σταδιοποίηση του ύπνου αφορά τη μακροδομή του ύπνου, όμως υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μικροδομική κατάτμηση του ύπνου από συχνές, σύντομες διεγέρσεις (που διαπιστώνονται κυρίως στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα) διάρκειας ολίγων δευτερολέπτων, χωρίς εμφανείς κλινικές εκδηλώσεις. Αυτή η ήπιας μορφής διάσπαση του ύπνου, η οποία «παραβλέπεται» από τη συμβατική σταδιοποίηση του ύπνου, βρέθηκε τελευταία ότι συσχετίζεται με διαταραχές της απόδοσης, της διάθεσης και της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Κιρκαδιανοί ρυθμοί ύπνου - εγρήγορσης

Ο συγχρονισμός του ύπνου ρυθμίζεται από έναν κιρκαδιανό βηματοδότη (δηλαδή από έναν ενδογενή νευροβιολογικό μηχανισμό, υπεύθυνο για την καθοδήγηση του ημερήσιου βιολογικού ρολογιού με ρυθμό περίπου ανά 24ωρο, στα λατινικά circa diem) που εντοπίζεται βαθιά στον εγκέφαλο (στον επονομαζόμενο υπερχιασματικό πυρήνα του υποθαλάμου).

Χωρίς ένα περιβαλλοντικό ερέθισμα για την ώρα της ημέρας (ή χρονοδότη _ από τον γερμανικό όρο zeitgeber), η διάρκεια του ελεύθερου κύκλου ύπνου - εγρήγορσης στους ανθρώπους έχει γενικά θεωρηθεί ότι είναι περίπου 25 ώρες.

Από μικρή ηλικία, ο ρυθμός ύπνου - εγρήγορσης του ατόμου πρέπει να συγχρονιστεί με τον 24ωρο ημερήσιο ρυθμό. Κύριος χρονοδότης μέσω του οποίου επιτυγχάνεται o συγχρονισμός αυτός είναι το φως του ήλιου, μολονότι κάποιες κοινωνικές παράμετροι, όπως οι ώρες των γευμάτων ή άλλες κοινωνικές δραστηριότητες είναι εξίσου σημαντικές.

Τέλος, ρόλο χρονοδότη μπορούν να έχουν και άλλες παράμετροι όπως η εξωτερική θερμοκρασία, οι θόρυβοι του περιβάλλοντος και διάφορα εσωτερικά ερεθίσματα όπως η πείνα, η μεταβολή της θερμοκρασίας και οι ορμονικές μεταβολές.

Ο υπερχιασματικός πυρήνας ελέγχει επίσης άλλους βιολογικούς ρυθμούς, όπως αυτός της θερμοκρασίας του σώματος και της παραγωγής κορτιζόλης (είναι μια από τις ορμόνες του στρες), με τους οποίους ο ρυθμός ύπνου–εγρήγορσης συγχρονίζεται φυσιολογικά.

Αντίθετα, μία άλλη ορμόνη, η αυξητική, συνδέεται στενά με τον κύκλο ύπνου - εγρήγορσης και απελευθερώνεται με την έναρξη του ύπνου βραδέων κυμάτων (SWS), ανεξάρτητα από τον χρόνο έλευσής του.

Η ευρέως γνωστή ορμόνη μελατονίνη, συνδέεται περισσότερο με τον κύκλο φωτός - σκότους παρά με τον κύκλο ύπνου - εγρήγορσης. Εκκρίνεται από την υπόφυση (είναι ο αδένας του εγκεφάλου) στο σκοτάδι, ενώ η παραγωγή της καταστέλλεται με την έκθεση στο έντονο φως.

Η μελατονίνη επηρεάζει τους κιρκαδιανούς ρυθμούς μέσω του βηματοδότη του υποθαλάμου (είναι μια δομή του εγκεφάλου), ο οποίος με τη σειρά του ρυθμίζει την έκκριση μελατονίνης μεταδίδοντας πληροφορίες σχετικά με το φως σε ορισμένες δομές του εγκεφάλου (στην επίφυση).

Μεταβολές με την ηλικία

Μεταβολές σε βασικές παραμέτρους του ύπνου συντελούνται από τη γέννηση μέχρι την ώριμη ηλικία, αν και ατομικές διαφορές παρατηρούνται σε όλες τις ηλικίες. Μεταβολές με ιδιαίτερη κλινική σημασία είναι οι ακόλουθες:

* Ο συνολικός χρόνος ύπνου μειώνεται με την ηλικία. Οι μέσες ημερήσιες τιμές είναι οι εξής: νεογέννητα 16 έως 18 ώρες· μικρά παιδιά 10 ώρες· έφηβοι 8 ώρες· ενήλικες 7,5 ώρες, με τάση μείωσης στα ηλικιωμένα άτομα.

* Ο NREM ύπνος εμφανίζει μία συνολική μείωση στη διάρκεια της ζωής. Ο SWS είναι ιδιαίτερα σημαντικός στα μικρά παιδιά, τα οποία κοιμούνται πολύ βαθιά. Η ελάττωσή του αρχίζει στην πρώιμη εφηβική ηλικία και συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής.

* Το ποσοστό του REM ύπνου ελαττώνεται από 50% ή περισσότερο του συνολικού χρόνου ύπνου στα νεογέννητα, στο 20 με 25% στην ηλικία των 2 ετών. Το ποσοστό αυτό παραμένει περίπου σταθερό κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του ατόμου. Το υψηλό ποσοστό REM ύπνου στην πολύ πρώιμη περίοδο της ζωής υποδηλώνει τον ρόλο του REM ύπνου στην ωρίμαση του εγκεφάλου.

* Οι κύκλοι NREM-REM ύπνου διαδέχονται ο ένας τον άλλον σε χρονικό διάστημα 50 έως 60 λεπτών στα βρέφη μέχρι την εφηβεία, μετά την οποία το διάστημα αυτό αυξάνεται στα 90 έως 100 λεπτά, και διατηρείται αμετάβλητος για όλη την ενήλικη ζωή.

* Η συνέχεια του ύπνου είναι μέγιστη κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και ελάχιστη κατά τις ακραίες περιόδους της ζωής. Τα βρέφη αφυπνίζονται εύκολα όπως και οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι επίσης ξυπνούν συχνότερα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η κατάτμηση του ύπνου από μικρής διάρκειας αφυπνίσεις χωρίς πραγματική εγρήγορση, περιγράφεται ως ιδιαίτερα συνήθης κατά την ώριμη ηλικία.

* Οι κιρκαδιανοί ρυθμοί ύπνου - εγρήγορσης μεταβάλλονται σημαντικά κατά την πρώιμη ανάπτυξη. Νεογνά πλήρους κύησης εμφανίζουν κύκλους ύπνου - εγρήγορσης διάρκειας 3 έως 4 ωρών. Οι υπνικές περίοδοι μετατοπίζονται σε μεγάλο βαθμό προς τη νύκτα και η περίοδος εγρήγορσης προς την ημέρα έως την ηλικία των 12 μηνών, εκτός από τον αβαθή ημερήσιο ύπνο που σταδιακά ελαττώνεται και συνήθως έχει σταματήσει μέχρι την ηλικία των περίπου 3 ετών. Ωστόσο, σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ζωής παραμένει μία φυσιολογική τάση για τον απογευματινό ύπνο.

Ταξινόμηση των Διαταραχών Ύπνου

Η αναθεωρημένη Διεθνής Ταξινόμηση των Διαταραχών Ύπνου (revised International Classification of Sleep Disorders, ICSD-R) ορίζει 80 ή περισσότερες διαφορετικές διαταραχές ύπνου που εμφανίζονται σε παιδιά και ενήλικες και ομαδοποιούνται σε τέσσερις κατηγορίες:

1. Δυσυπνίες. Είναι πρωτοπαθείς διαταραχές ύπνου, οι οποίες προκαλούν δυσκολία στην επέλευση ή τη διατήρηση του ύπνου (αϋπνία), είτε υπέρμετρη υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας (υπερυπνία). Διακρίνονται σε ενδογενείς διαταραχές ύπνου (προκαλούνται από εσωτερικούς παράγοντες), σε εξωγενείς διαταραχές ύπνου (προκαλούνται από εξωτερικούς παράγοντες) και σε διαταραχές του κιρκαδιανού ρυθμού ύπνου - εγρήγορσης (σχετίζονται με τον συγχρονισμό του ύπνου στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου).

2. Παραϋπνίες. Είναι διαταραχές που εμφανίζονται επεισοδιακά κατά τη διάρκεια του ύπνου και υποδιαιρούνται ανάλογα με την φάση του ύπνου με την οποία σχετίζονται. Έτσι, χωρίζονται σε: διαταραχές ανόδου του επιπέδου συνείδησης (σχετιζόμενες με τον NREM ύπνο), διαταραχές μετάβασης ύπνου - εγρήγορσης και σε παραϋπνίες που συνήθως σχετίζονται με τον REM ύπνο. Στις παραϋπνίες υπάγονται κυρίως η υπνοβασία, οι νυχτερινοί τρόμοι και ο νυχτερινός μυόκλονος.

3. Υπνική άπνοια. Είναι ιδιαίτερης σημασίας διαταραχή του ύπνου και χαρακτηρίζεται από επανειλημμένα επεισόδια πλήρους ή μερικής διακοπής της αναπνοής κατά τον ύπνο. Η διαταραχή αυτή απαντάται στο 3% περίπου του ενήλικου πληθυσμού και συχνά επιφέρει ή επιβαρύνει καρδιαγγειακές νόσους, γνωσιακά ελλείμματα, συναισθηματικές διαταραχές, καθώς και σοβαρά ατυχήματα, λόγω της έντονης υπνηλίας που τη συνοδεύει. Εξαιτίας των επιπτώσεών της, η υπνική άπνοια όταν δεν αντιμετωπίζεται κατάλληλα, μπορεί να αποβεί μοιραία.

4. Διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με ψυχικές, νευρολογικές ή άλλες σωματικές παθήσεις. Δεν αποτελούν πρωτοπαθείς διαταραχές του ύπνου, αλλά ψυχιατρικές ή ιατρικές καταστάσεις, στις οποίες η διαταραχή ύπνου είναι το κύριο χαρακτηριστικό σύμπτωμα.

Πηγή: εφημερίδα "Τα Νέα"
 

Ύπνος & Παιδί Template by Ipietoon Blogger Template | Gadget Review